- μαλακόφωνος
- μαλακόφωνος, -ον (Α)αυτός που έχει τρυφερή φωνή ή αυτός που βγάζει απαλό ήχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + φωνή (πρβλ. ετερό-φωνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλακοφώνους — μαλακόφωνος with a soft voice masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακόφωνα — μαλακόφωνος with a soft voice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek